κεφαλοσπόριο — το (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στους υφομύκητες και περιλαμβάνει είδη παθογόνα για τον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalosporium < cephalo (πρβλ. κεφαλ[ό] *) + spor ium (πρβλ. σπόρ ιον)] … Dictionary of Greek
κλαδοσπόριο — (Cladosporium). Γένος ασκομυκήτων, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 30 είδη. Σχηματίζουν αποικίες χρώματος σκούρου πράσινου έως μαύρου που οφείλεται στην παραγωγή μίας μαύρης χρωστικής, η οποία προστατεύει το κ. από την υπεριώδη ακτινοβολία … Dictionary of Greek
μονίλια — και μονιλία, η (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην κλάση υφομύκητες και αποτελεί κονιδιακή μορφή ειδών τού γένους σκληρωτινία … Dictionary of Greek
ριζοκτονία — η, Ν (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην κλάση υφομύκητες, τα είδη τού οποίου ζουν στο έδαφος και παρασιτούν στις ρίζες και σε άλλα μέρη διαφόρων φυτών προκαλώντας τη σήψη τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizoctonia (< ρίζα … Dictionary of Greek
σπορότριχο — το, Ν (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη μονιλιώδη τής κλάσης υφομύκητες, ένα είδος τού οποίου προκαλεί την ασθένεια σποροτρίχωση στον άνθρωπο και στα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporotrichum (< σπόρος + τρίχα)] … Dictionary of Greek
τριχόδερμα — το, Ν (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη μονιλιώδη τής κλάσης υφομύκητες … Dictionary of Greek
τριχόσπορο — το, Ν ζωολ. γένος ατελών παρασιτικών μυκήτων τής τάξης μονιλιώδη, τής κλάσης υφομύκητες, τού οποίου ορισμένα είδη προκαλούν την τριχοσπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichosporon < θρίξ, τριχός + σπόρος] … Dictionary of Greek
φουζάριο — το, Ν (μυκητ.) κοσμοπολίτικο γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη υφομυκητώδη τής κλάσης υφομύκητες ή στην τάξη τουμπερκουλαριώδη, σημαντικότατο από οικονομική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fusarium < λατ.… … Dictionary of Greek
φουζικλάδιο — ή φουσικλάδιο, το, Ν 1. βοτ. κοσμοπολίτικο γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη υφομυκητώδη τής κλάσης υφομύκητες και περιλαμβάνει είδη με υφές πάνω στις οποίες αναπτύσσονται κονίδια και τα οποία αποτελούν τις αγενείς κονιδιακές μορφές τού… … Dictionary of Greek