υφομύκητες

υφομύκητες
(hyphomycetes). Τάξη δευτερομυκήτων που αποτελείται από μικροοργανισμούς όμοιους με τους ευρώτες. Είναι ατελείς μύκητες, που ζουν πάνω στους φλοιούς των δέντρων, σε δέρματα, σε χαρτιά και σε φύλλα και αντέχουν στην υγρασία. Μερικοί υ. είναι παρασιτικοί οργανισμοί φυτών και εντόμων, ενώ άλλοι προκαλούν την ασθένεια επιδερμομυκητίαση.
* * *
οι, Ν
(μυκητ.) κλάση δευτερομυκήτων η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 7.500 είδη μυκήτων, τα οποία ταξινομούνται σε 930 περίπου γένη, πολλά από τα οποία έχουν μεγάλη οικονομική και άλλη σημασία, όπως είναι λ.χ. τα είδη τού γένους πενικίλιο και τού γένους ασπάραγος, τα οποία χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες φαρμάκων και τροφίμων, ή άλλα που είναι παράσιτα φυτών και προκαλούν σοβαρές φυτονόσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyphomycetes < υφή /ύφος + μύκητας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεφαλοσπόριο — το (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στους υφομύκητες και περιλαμβάνει είδη παθογόνα για τον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalosporium < cephalo (πρβλ. κεφαλ[ό] *) + spor ium (πρβλ. σπόρ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • κλαδοσπόριο — (Cladosporium). Γένος ασκομυκήτων, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 30 είδη. Σχηματίζουν αποικίες χρώματος σκούρου πράσινου έως μαύρου που οφείλεται στην παραγωγή μίας μαύρης χρωστικής, η οποία προστατεύει το κ. από την υπεριώδη ακτινοβολία …   Dictionary of Greek

  • μονίλια — και μονιλία, η (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην κλάση υφομύκητες και αποτελεί κονιδιακή μορφή ειδών τού γένους σκληρωτινία …   Dictionary of Greek

  • ριζοκτονία — η, Ν (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην κλάση υφομύκητες, τα είδη τού οποίου ζουν στο έδαφος και παρασιτούν στις ρίζες και σε άλλα μέρη διαφόρων φυτών προκαλώντας τη σήψη τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizoctonia (< ρίζα …   Dictionary of Greek

  • σπορότριχο — το, Ν (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη μονιλιώδη τής κλάσης υφομύκητες, ένα είδος τού οποίου προκαλεί την ασθένεια σποροτρίχωση στον άνθρωπο και στα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporotrichum (< σπόρος + τρίχα)] …   Dictionary of Greek

  • τριχόδερμα — το, Ν (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη μονιλιώδη τής κλάσης υφομύκητες …   Dictionary of Greek

  • τριχόσπορο — το, Ν ζωολ. γένος ατελών παρασιτικών μυκήτων τής τάξης μονιλιώδη, τής κλάσης υφομύκητες, τού οποίου ορισμένα είδη προκαλούν την τριχοσπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichosporon < θρίξ, τριχός + σπόρος] …   Dictionary of Greek

  • φουζάριο — το, Ν (μυκητ.) κοσμοπολίτικο γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη υφομυκητώδη τής κλάσης υφομύκητες ή στην τάξη τουμπερκουλαριώδη, σημαντικότατο από οικονομική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fusarium < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • φουζικλάδιο — ή φουσικλάδιο, το, Ν 1. βοτ. κοσμοπολίτικο γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη υφομυκητώδη τής κλάσης υφομύκητες και περιλαμβάνει είδη με υφές πάνω στις οποίες αναπτύσσονται κονίδια και τα οποία αποτελούν τις αγενείς κονιδιακές μορφές τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”